- θηλυδρίαι
- θηλυδρίαςeffeminate personmasc nom/voc pl (ionic)θηλυδρίᾱͅ , θηλυδρίαςeffeminate personmasc dat sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηλυδρίᾳ — θηλυδρίαι , θηλυδρίας effeminate person masc nom/voc pl (ionic) θηλυδρίᾱͅ , θηλυδρίας effeminate person masc dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκύζω — (Α κοκκύζω, δωρ. τ. κοκκύσδω) [κόκκυ] νεοελλ. (γι αυτούς που έχουν προσβληθεί από κοκκύτη) βήχω συνεχώς αρχ. 1. (για το πτηνό κόκκυγας) φωνάζω «κούκου» («ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον», Ησίοδ.) 2. (για τον πετεινό) κραυγάζω,… … Dictionary of Greek